Μπαίνεις στο πυροτέχνημα, χορεύεις με τα χρώματα, καταπίνεις βολτ, αφυδατώνεσαι, γεμίζεις εγκαύματα, φεύγεις.
που πάνε τα συναισθήματα όταν πεθαίνουν;
που πάνε τα συναισθήματα όταν πεθαίνουν;
Ήταν ένας τίτλος με ρίμα που τα είχε όλα
Ήταν και μία ατελείωτη ουρά αυτοκινήτων, σαν λόγος Δεσπότη το Μεγάλο Σάββατο.
Ήταν κι ένα λεωφορείο γεμάτο ταλαίπωρους, εκνευρισμένους εκδρομείς που αναλωνόντουσαν στα κινητά και στον τερματισμό του ατερμάτιστου χρόνου ομιλίας και κανείς δε φάνηκε να συγκινείται από τη θάλασσα / λάδι και τον ήλιο που γαργαλούσε των ορδών τη μελανίνη.
Ήμουν κι εγώ. Εδώ.