25 Ιουνίου 2014

Ησαΐα χόρευε.

Μία ώρα κι ένα τέταρτο, τελικός απολογισμός διαδρομής. Φτάσαμε σε εκείνο το χωριό, το ζωσμένο από τα δέντρα που το γουγλε μαπς αρνούνταν να εντοπίσει. Την εκκλησία τη βρήκαμε εύκολα μιας και βρισκόταν πάνω στο μοναδικό δρόμο στον οποίο χωρούσε να περάσει αυτοκίνητο, αν και θα μπορούσαμε κάλλιστα να είχαμε ακολουθήσει τις αντανακλάσεις του ήλιου στα στρας και τις πούλιες των γυναικών. Τεντώσαμε τα φρεσκοπλυμένα σώματά μας, σινιάραμε τις τσαλακωμένες και ιδρωμένες εικόνες μας και σταθήκαμε έξω από την είσοδο της εκκλησίας. Σμίξαμε με συγγενείς που τελευταία φορά τους είχαμε δει σε κάποια κηδεία κι ανταλλάξαμε επιφανειακά νέα, συναντήσαμε άλλους των οποίων την ύπαρξη αγνοούσαμε εντελώς. 

Ο γαμπρός είχε φτάσει πριν λίγα λεπτά κι είχε πάρει τη θέση του στη καγκελωτή πόρτα μαζί με τον κουμπάρο που τον παρακινούσε να εξαφανιστεί όσο ακόμα ήταν καιρός, ενώ οι υπόλοιποι του πετούσαμε κοπλιμέντα τα οποία, παραδόξως, ίσχυαν. Κάπου τότε ήταν που ακούστηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας με εκείνο το γουρλωμένο βλέμμα απορίας προσπαθώντας να καταλάβουμε τι έγινε όταν η γιαγιά πίσω μου μας εξήγησε γελώντας "έτσ' παντριβόμαστι ημεις ιδώ". Ακολούθησαν κι άλλες ριπές, περισσότερες αυτή τη φορά κι έπειτα μουσική, κλαρίνα, νταούλια που σιγά σιγά πλησίαζαν προς το μέρος μας. Από τη στροφή φάνηκε ένα μπουλούκι κόσμου, οι προπορευόμενοι χόρευαν στο ρυθμό που υπαγόρευαν οι μουσουργοί, πίσω τους μια νέα κοπέλα ντυμένη στα λευκά προχωρούσε πιασμένη αγκαζέ με το μικρό της αδερφό και πλήθος κόσμου ακολουθούσε την ιδιόμορφη λιτανεία χτυπώντας παλαμάκια. Πέντε -έξι μουσάτοι ύψωναν τα πιστόλια και βαρούσαν στον αέρα κι εμείς οι άμαθοι, σκύβαμε να καλυφθούμε από τα άσφαιρα πυρά. Όταν έφθασαν στο προαύλιο του ναού, παρέδωσαν τη νύφη με απανωτές πιστολιές και δάκρυα.

Τη σκυτάλη πήρε ο παππάς της ενορίας ο οποίος είχε φορέσει τα χρυσά του άμφια για την περίσταση. Οι σύλλογοι αθεϊστών, καπνιστών και λοιπών θρησκειών αποχώρησαν από το χώρο της τελετής και βγήκαν έξω να κουτσομπολέψουν τις ενδυματολογικές προτιμήσεις των γύρω τους. Οι υπόλοιποι συγκέντρωσαν στις χούφτες τους ρύζι που θα αρκούσε να ταΐσει ένα μικρό χωριό της Αφρικής και περίμεναν το χορό του Ησαΐα. Ένα πιτσιρίκι που καθόταν μπροστά στο τέμπλο, συνομιλούσε με το μανουάλι και προσποιούμενος ότι κοινωνούσε, κρατούσε τη μαβιά βελουτέ κορδέλα που ήταν στερεωμένη στο μεταλλικό λαιμό, κάτω από το δίσκο με τα κεριά στο σαγόνι του, ύστερα σκούπιζε ευλαβικά τις άκρες των χειλιών κι ευχαριστούσε τον ανύπαρκτο παπά. Στο "η δε γυνή να φοβήται τον άντρα", η νύφη ξενύχιασε το δύστυχο γαμπρό, έχοντας τη σιγουριά των πιστολέρο συγγενών, εκείνος δε αρκέστηκε σε ύφος υποταγής και δε σχολίασε την καλόβουλη καζούρα των φίλων του. Προς το τέλος, όλοι μπήκαν στην εκκλησία για τον πρώτο επίσημο χορό του ζεύγους το οποίο συνοδεύτηκε από ολιγόλεπτη βροχή ρυζιού καρολίνα.  

 Ακολούθησαν οι μπομπονιέρες που αποτελούνταν από μπουκαλάκια κρασί με την επωνυμία του πεθερού καθώς και κουφέτα με αμύγδαλο. Τα όργανα έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό και τα μπαμ μπουμ μετέτρεψαν την μικρή πλατεία σε πόλεμο του '40. Στο φιλί του ζευγαριού έσκασαν και μίνι πυροτεχνήματα τα οποία απελευθέρωσαν ερυθρόλευκες, γυαλιστερές καρδιές στον αέρα. Μετά από την υπερβολική δόση χριστιανισμού, πήραμε το δρόμο της επιστροφής.

Να τους ζήσουν.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια.