11 Νοεμβρίου 2014

τροφή



λιμός
κατάποση σελίδων
κατάποση γραμμάτων
ωρίμανση - όχι σε ρυτίδες
εσωτερικό αλαλούμ 
ψυχικές κωλοτούμπες
σώμα στάσιμο
όνειρο ενσυνείδητο
παρουσία αδρανής
πνεύμα αχόρταγο 
θέλει να φτάσει
που;
θέλει να μάθει
τι;

*δεν έχεις δει τίποτα* 



5 Νοεμβρίου 2014

επικαιρότητα





Περίπου τέσσερις και μισή, λίγο πριν χτυπήσει το κουδούνι, εφτά μαθητές Junior B σχολιάζουν τα νέα της παιδικής τους επικαιρότητας. Το λόγο παίρνει ο λατρεμένος Στάθης ο οποίος δηλώνει στους υπόλοιπους ότι έχει κάτι πολύ συνταρακτικό να τους πει:
-Λοιπόν παιδιά, έχω να σας πω κάτι πολύ συνταρακτικό. Ο φίλος μου ο Πέτρος παιδιά, έχει τρεις κοπέλες, ΤΡΕΙΣ.
-Και τι της κάνει και τις τρεις; , ρωτάει ο Γιώργος ενώ τα κορίτσια κρυφογελάνε.
-Ε κάτσε να σου πω βιαστικέ! Και με τις τρεις κάνουνε το σ!
-Το σ; Τι είναι το σ; , ρωτάει η Κατερίνα.
-Δεν ξέρεις τι είναι το σ; - απαντάει εκείνος- ελάτε να σας πω. 
Τους μαζεύει χρησιμοποιώντας τη νοηματική σε ένα πηγάδι γύρω του και τους λέει όσο πιο σιγά μπορεί για να μην ακούσει η δασκάλα,
"το σ είναι το σεξ!"
-Ω!, λένε οι υπόλοιποι μαθητές.
"Κι αν θέλετε να ξέρετε είχε και μία τέταρτη κοπέλα την οποία την παράτησε γιατί έμαθαν οι άλλες γι' άυτήν."
-Ψέματα λες!, φωνάζει ο Γιώργος καθώς διαλύει κάνοντας ένα βήμα πίσω το πηγάδι εμπιστοσύνης.
-Δε λέω ψέματα, αφού σου λέω μου το είπε ο ίδιος, 
μ ο υ   τ ο   ε ί π ε!
-Τέλος πάντων, εγώ δεν το πιστεύω κι ας σου το είπε.


Ε, μετά χτύπησε το κουδούνι και τα παιδιά είχαν ν' ασχοληθούν με τον Present Continuous και δυστυχώς δε μάθαμε περισσότερα για τις ερωτικές περιπέτειες του Πέτρου. 

20 Οκτωβρίου 2014

σε πέντε μέρες σαββατοκύριακο.

Αναχώρηση για χωριό, εκατόν ογδόντα πέντε χιλιόμετρα, διόδια κι έπειτα άλλα λίγα διόδια και προς το τέλος μερικά διόδια ακόμα, φρεσκογραμμένη μουσική επιλεκτικά ακουσμένη από ένα και μοναδικό λειτουργικό ηχείο, στροφές εδώ κι εκεί, διάσπαρτες παντού και στάσεις για την ικανοποίηση βιολογικών αναγκών, μετά δέντρα, πολλά δέντρα, πράσινα, πορτοκαλί και κόκκινα, καμιά μούντζα σε αφηρημένο οδηγό, με τα πολλά άφιξη σε ηλιόλουστο φθινόπωρο με θερμοκρασία Αυγούστου. Ένα κορακί γατάκι με πράσινα μάτια περνάει το δρόμο χωρίς ελέγξει πρώτα αν έρχονται αυτοκίνητα, έρχεται στη μεριά μας γιατί είναι μεσημέρι και θέλει να νοιώσει λίγο αγάπη, να γουργουρίσει κι εκείνο την κοιλιά του ακομπανιάροντας το ροχαλητό που ακούγεται από το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας, του κάνω το χατήρι και μετά το πηγαίνω στη δική του αυλή, ξαπλώνω στο δωμάτιο, βυθίζομαι σ' ένα φλύαρο κεφάλαιο του βιβλίου, κουράζομαι, κλείνω τα μάτια μέχρι να τα ξανανοίξω, "σήκω να ετοιμαστείς, πρέπει να φύγουμε για το γάμο".

Οπάκ καλσόν και τζιτζίκια να τραγουδούν σε μι μινόρε, το βουνό ξερνάει ζέστη και το δερμάτινο σακάκι παίζει ρόλο διακοσμητικό, εκκλησία, στη γωνία κατεβάζει δροσερό αεράκι, γύρω γύρω δαντέλες στρας και πέδιλα, μπομπονιέρες ανθρώπινου μεγέθους, έρχεται η νύφη- χειροκρότημα στη νύφη, μένουμε έξω από την εκκλησία, ο καιρός θυμώνει, βάζει αέρα, το μυστήριο ολοκληρώνεται σε φυσιολογικές για την εποχή θερμοκρασίες. Τραπέζι στο εστιατόριο του χωριού, στην πλατεία, οικογένειες μαζεμένες παίρνουν θέσεις σε τραπέζια και μοιράζουν τα ορεκτικά ακριβοδίκαια, βασισμένοι στον αριθμό των μελών, κάποιος φεημστορίτης τραγουδιστής τραβάει μια κορώνα απ' τα μαλλιά στο ηχείο πάνω απ'το κεφάλι μου, "ωραίο το τζατζίκι, δυνατό!", χνώτα που μυρίζουν νικοτίνη και πιάσε μια πίτα με απ' όλα μάστορα, έρχεται το ζευγάρι, πειράγματα από τους εξ' αριστερών νεολαίους, τα παρανυφάκια τρέχουν αφηνιασμένα, κάτω απ' τα τραπέζια, δίπλα στα τραπέζια, πάνω στα τραπέζια, χαιρετούρες, φιλιά και δυο-τρία "και στα δικά σας" ασχολίαστα, συνωμοτικά γελάκια και μετά κλαρίνα. Κλαρίνα. Μετά πάλι κλαρίνα. Μετά κι άλλα κλαρίνα. Και μετά φύγαμε.

Επιστροφή στην πρωτεύουσα, πρωινό Σαββάτου σε αντίστροφη επανάληψη, βαλίτσες που μυρίζουν μάλμπορο, άνοιγμα καναπέ, εφτά απανωτά επεισόδια Sopranos, ύπνος και μετά

Δευτέρα. Κιόλας. Πάλι. Δευτέρα.

14 Οκτωβρίου 2014

Ξ


ξύπνησα από το όνειρο με τον πιανίστα που ανακατευόταν μέσα στο πλήθος ινκόγκνιτο, ξεπροβόδησα Εκείνον κι έπειτα ασχολήθηκα με τις σελίδες στις οποίες κυλά γρήγορα ο χρόνος αλλά η ακινησία προκάλεσε μούδιασμα και βγήκα έξω αγκαλιά με τη ρεγγίνα κι έμεινα κάτω από αχνιστό ήλιο μέχρι να μπουκώσουν τα πνευμόνια κι αφού δεν μπορούσα άλλο, επέστρεψα στην αφετηρία κι άνοιξα σ' έναν περαστικό την πόρτα αλλά μπήκα πρώτη μέσα, ανέβηκα μερικά σκαλιά, όχι όσα εκείνα στην Αγίου Νικολάου στην Πάτρα, αρκετά λιγότερα, περισσότερα όμως από εκείνα που είχε το δεύτερο σπίτι μου, το δίπλα στη θάλασσα, ξέπλυνα το δέρμα μου και κατανάλωσα λάχανο που αγκαλιάζει πολτοποιημένο μοσχάρι και ρύζι και μετά είπα να κάτσω να τα γράψω όλα αυτά γιατί ίσως αυτή η μέρα να καταλήξει να είναι η πιο ξεχωριστή με ξι κεφαλαίο αλλά χωρίς πολλά θαυμαστικά κι έτσι θα ήταν ωραίο να μείνουν κάπου γραμμένα οι πρώτες ώρες που έδωσαν τη σκυτάλη στην κορύφωση κι αν πάλι τελικά αποδειχτεί ότι δεν είναι παρά μια μέρα σαν όλες τις άλλες θα έχω χάσει πέντε λεπτά από το εικοσιτετράωρο, χρόνος αμελητέος μπροστά σε εκείνον που σπαταλάμε ζώντας μηχανικά.


8 Οκτωβρίου 2014

Το σχολείο μου.

8 Οκτωβρίου 1991

Πηγαίνω στο δεύτερο δημοτικό, σε ένα μεγάλο αλλά παλιό άσπρο σχολείο. Έχει ένα μεγάλο προαύλιο με δύο μπασκέτες, ένα δίχτυ για βόλλευ, στα αριστερά είναι οι τουαλέτες που αντί για λεκάνες έχουν κάτι τρύπες κι αποφεύγω να πηγαίνω γιατί δε μου αρέσουν και πολύ και στα δεξιά είναι ένα λυόμενο σπιτάκι που εκεί κάνουν μάθημα τα παιδιά με ειδικές ανάγκες. Καμιά φορά στα διαλείμματα τα αγόρια της τάξης μου κολλάνε τις μούρες τους στα παράθυρα από το λυόμενο όταν οι δασκάλες δεν κοιτάζουν και βγάζουν γλώσσα σε εκείνα τα παιδιά που είναι μέσα και δε βγαίνουν στο προαύλιο, ή βγαίνουν άλλες ώρες που εμείς κάνουμε μάθημα, δεν ξέρω. Το σχολείο μου έχει πάρα πολλά παιδιά, δύο ορόφους γεμάτες τάξεις κι επειδή ούτε σ' αυτές χωράμε, έχουμε βάρδιες, την πρωινή και την απογευματινή. Το κουδούνι χτυπάει στις οχτώ και τέταρτο για το πρωί και στις δυόμιση για το απόγευμα. Όταν χτυπήσει το κουδούνι, κάνουμε σειρές ο ένας πίσω απ' τον άλλο ανά τάξη έξω από το γραφείο του διευθυντή, τότε αυτός διαλέγει κάποιον στην τύχη κάποιον να πει το πάτερ ημών κι αν αυτός δεν το ξέρει, τον βάζει να το αντιγράψει πέντε φορές και τον εξετάζει την επόμενη μέρα γι' αυτό το λόγο στην προσευχή κρύβομαι από το μπροστινό μου για να μη βρω τον μπελά μου. Στην προσευχή πρέπει όλοι να καθόμαστε προσοχή και να είμαστε σοβαροί και να παριστάνουμε ότι καταλαβαίνουμε τι λέει εκείνο το κατεβατό που όλοι μάθαμε παπαγαλία τον πρώτο καιρό κι αυτό το ξέρω επειδή μια φορά όταν ήμουν πιο μικρή και καθόμουν στη σειρά μου, είχε κάτσει στην κουκούλα της μπροστινής μου μία σφήκα στην κουκούλα και προσπάθησα να τη διώξω κι αυτή ξανακαθόταν στο ίδιο σημείο, κι εγώ την ξανάδιωξα, κι αυτή εκεί το χαβά της και μες στην ησυχία του πάτερ ημών μου ξέφυγε ένα γελάκι και στο τέλος με φώναξε ο δάσκαλος που θα είχα την επόμενη χρονιά, με ρώτησε το όνομά μου και μετά μου έχωσε μία σφαλιάρα και ζεματίστηκε το μάγουλό μου γιατί λέει δε χαχανίζουμε στην προσευχή κι έτσι τώρα ξέρω. Γενικά τα μαθήματα δεν είναι και πολύ δύσκολα, εκτός από τις παπαγαλίες, έχουμε πολλές παπαγαλίες όπως ας πούμε την προπαίδεια που είναι και πολύ δύσκολη. Τις περισσότερες παπαγαλίες όμως τις έχει η ιστορία, η γεωγραφία και τα θρησκευτικά, γι' αυτό εγώ προτιμώ τα άλλα μαθήματα. Φέτος έχουμε για δάσκαλο το διευθυντή και είναι περίεργα γιατί δε μας κάνει όλες τις ώρες εκείνος αλλά έχουμε άλλο δάσκαλο για την ιστορία, άλλο για τα μαθηματικά. Αυτός ο δάσκαλος είναι λίγο περίεργος και μια φορά θυμάμαι είχε αρχίσει να χορεύει καλαματιανό μες στην τάξη αλλά το γιατί δεν το θυμάμαι. Πέρυσι είχαμε εκείνον που με είχε σφαλιαρίσει στην προσευχή. Αυτός ήταν πολύ αυστηρός και τρέμαμε όλοι αν μας σήκωνε για μάθημα και δεν ξέραμε. Μια μέρα που πρέπει να ήταν καλοκαίρι γιατί όλοι φορούσαμε κοντομάνικα, είχε γράψει στον πίνακα κάτι πράξεις και είχε σηκώσει κάποιους μαθητές στη σειρά να τις κάνουν. Κάποια στιγμή ήρθε και η σειρά του Βασίλη κι αυτός την έκανε λάθος την πράξη. Τότε τον ρωτάει ο δάσκαλος πόσο κάνει 7*8, αυτός απαντάει 49 κι εμείς χαχανίσαμε από κάτω, τον πλησιάζει ο δάσκαλος και τον ξαναρωτάει κι αυτός επιμένει 49, σηκώνει το χέρι του και του ρίχνει μια σφαλιάρα. Μετά τον ξαναρωτάει, 49 του λέει αυτός, του ξαναρίχνει σφαλιάρα. Τον ρωτάει άλλη μία, αυτός να επιμένει 49, σφαλιάρα ο δάσκαλος. Να μη σας τα πολυλογώ, πρέπει να τον ρώτησε ίσα με εφτά φορές κι αυτός απαντούσε όλο 49, το οποίο ήταν χαζομάρα άμα θέλετε τη γνώμη μου, γιατί προφανώς δεν ήταν η σωστή απάντηση. Αυτό που με πείραξε όμως σε όλους εμάς που καθόμασταν σαν αγάλματα στα θρανία μας είναι που κανείς δεν πετάχτηκε να πει ένα 56, ενώ όλες τις άλλες ώρες, ακόμα κι αν ο δάσκαλος ρώταγε κάποιον συγκεκριμένα, όλο κάποιος φανέρωνε τη σωστή απάντηση χωρίς να σηκώσει το χέρι του και τα ρέστα. Όταν βαρέθηκε ο δάσκαλος να ρίχνει σφαλιάρες, ρώτησε κάποιον άλλο στην τύχη και ευτυχώς αυτός απάντησε σωστά, και τότε ο δάσκαλος γύρισε προς το μαθητή που τώρα το μάγουλό του είχε γίνει κατακόκκινο, σαν να 'χε ψηθεί στο φούρνο και φωναχτά του είπε αν κατάλαβε, και τότε αυτός άρχισε κάτι κλάματα, αλλά ο δάσκαλος τον ανάγκασε να συνεχίσει την πράξη που άφησε στη μέση κι αυτός τώρα έκλεγε με αναφιλητά και έτρεμε και ευτυχώς χτύπησε το κουδούνι για έξω αλλά κανείς δεν κουνήθηκε, μόνο όταν τελείωσε την πράξη ο μαθητής και μας άφησε ο κύριος να βγούμε βγήκαμε έξω. Αυτά τα λίγα θυμάμαι από πέρυσι κι ευτυχώς δεν έχουμε τον ίδιο δάσκαλο και δεν πειράζει που έχουμε πολλούς διαφορετικούς για κάθε μάθημα κι ας λέει η μαμά μου ότι έχουμε καταντήσει σαν το γυμνάσιο.
Αυτή είναι η έκθεσή μου για το σχολείο και το αγαπώ πολύ κι ας έχει τα στραβά του κι αυτό όπως όλοι μας!





ΕΚΤΟΣ ΘΕΜΑΤΟΣ

22 Σεπτεμβρίου 2014


διαβάζω ένα βιβλίο για ένα φτωχό κορίτσι που μεγάλωσε σε ένα σπίτι που είχε μόνο τοίχους κι αντί για πάτωμα είχε χώμα νωπό κι αντί για σφουγγάρισμα είχε ξεχορτάριασμα κι αντί για παπούτσια κάτω απ' το κρεβάτι είχε θαμμένη μια πουλακίδα φίλη της που πέθανε απ' την πείνα

και νοιώθω λίγο αχάριστη.

5 Σεπτεμβρίου 2014

ορθόδοξη συνέντευξη.

Χτυπάω το θυροτηλέφωνο και μπαίνω σε αναμονή, εκεί στην είσοδο της πολυκατοικίας υπό τη συνοδεία καρτουνίστικης μουσικής. Ακούγεται ένας παρατεταμένος ήχος ο οποίος δίνει πυροδοτεί μηχανική ώθηση και είσοδο στο ισόγειο. Μπαίνω στο ασανσέρ και ποντάρω στο δεύτερο όροφο (από όλους τους αριθμούς πάντα συμπαθούσα περισσότερο το δύο γιατί σχεδόν ποτέ δε δημιουργεί προβλήματα). Σκουπίζω τον ιδρώτα από το πρόσωπο και βγαίνω μπροστά σε μία ανοιχτή πόρτα, έχω πετύχει διάνα.Ένα σκυλάκι τσέπης, μικρότερο από το Γκογκο το μηχανικό σκυλάκι των διαφημίσεων που κατέκλυζαν τα πρωινά του σαββατοκύριακου προ εικοσαετίας, με υποδέχεται κουνώντας τη λιλιπούτεια ουρίτσα του, ενώ μια τσιριχτή φωνή που υπερκαλύπτει το θόρυβο του απορροφητήρα με καλεί μέσα. Βρίσκομαι σε μια σαλονοτραπεζαρία, στα αριστερά η μητέρα μαγειρεύει στην κουζίνα και δίπλα της τρία αγόρια κάθονται σ' ένα μακρόστενο ξύλινο τραπέζι καταβροχθίζοντας σπιτικά σάντουιτς.
"είσαι η καθηγήτρια αγγλικών, σωστά;"
(όχι, είμαι περαστική κι ανέβηκα για ένα σνακ)
"Ναι."
"Εγώ είμαι η Φαίδρα, το όνομά σου;"
"Κουμπί."
Κλείνει το απορροφητήρα κι έρχεται και κάθεται δίπλα μου.
"Λοιπόν κουμπί, αυτά τα τρία που βλέπεις είναι τα διαόλια μου", λέει και τα αγόρια αρχίζουν τα συνωμοτικά πνιχτά χάχανα.
"Είχαμε μια άλλη καθηγήτρια αλλά έφυγε για εξωτερικό, πολύ καλή καθηγήτρια είκοσι χρόνια proficiency, είκοσι! Όχι αστεία!" άρχισε να μου λέει κουνώντας το δεξί δείκτη για έμφαση.
"Τα δυο μεγάλα είναι στο ίδιο επίπεδο, ο τρίτος σε μικρότερη τάξη. Θα έρχεσαι και για τα τρία την ίδια μέρα, δεν μπορώ όλες τις μέρες να έχω καθηγήτριες εδώ μέσα. Που μένεις;" , της απαντάω, 
"Α, εδώ κοντά, βολεύει να έρχεσαι με αυτοκίνητο."
"Δεν οδηγώ"
"Τι πάει να πει δεν οδηγάς; Και πως μετακινείσαι;"
"Για τόσο κοντά, θα έρχομαι με το ποδήλατο"
"ΜΕ ΤΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ;; Α-πο-κλεί-ε-ται. Ξέρεις τι επικίνδυνα είναι; Χτες ένα παιδί στη γωνία εδώ πιο κάτω, το χτύπησαν και τώρα είναι στο νοσοκομείο για τη σπλήνα του. Ξέρεις με τι ήταν;" 
"Με ποδήλατο;", υποθέτω εγώ
"Όχι, με μηχανάκι, αλλά το ίδιο είναι.Δεν άκουσες προχτές στη Νικολούλη για εκείνον που σκοτώθηκε με το ποδήλατο;"
"Δε βλέπω τηλεόραση", της απαντάω
"Τέλος πάντων. Άκουσε εδώ, Θα πας να πάρεις ένα αυτοκίνητο και να μην το παίρνεις το ποδήλατο. Δίπλωμα έχεις;"
"Όχι"
"Ε, τότε να βγάλεις και δίπλωμα. Κι από που είσαι είπαμε;"
"Από Ν."
"Κι εδώ τι κάνεις;"
(μπλέκω με περίεργες) "Μένω με το σύντροφό μου"
"Παντρεμένη είσαι;"
"Όχι"
"'ΟΧΙ;;; Αυτό είναι αμαρτία, δεν επιτρέπεται! Να παντρευτείς. Πόσο χρονών είναι ο λεγάμενος;"
-της απαντάω-
"Ε, ώρα του είναι κι αυτουνού, να του πεις να σε πάρει. Να πάτε εδώ πιο Κάτω, στο Ναό Τάδε, εκκλησιάζει ένας μοναχός, άγιος, σαν τον Πάτερ Παΐσιο. Τον ξέρεις τον Πάτερ Παΐσιο φαντάζομαι.."

(αλίμονο) "Ναι."

"Εκεί να πάτε, μέσα στην εβδομάδα, να μη μείνεις έτσι αστεφάνωτη και μετά να πας να εξομολογηθείς"

(βέβαια, δε θα αμελήσω)

"Αν πάλι δεις ότι ο δικός σου τσινάει έχω να σου γνωρίσω εγώ έναν φίλο μας, πολύ καλό παιδί, έτσι, γιατί σε συμπάθησα"

(τι άλλο θ' ακούσω σήμερα) "Κοιτάξτε, δεν ξέρω για τόσο σύντομα, αλλά κάποια στιγμή θα παντρευτούμε φαντάζομαι, απλά είναι και το οικονομικό.."

"Ποιο οικονομικό;; Εγώ ξεβράκωτη παντρεύτηκα! Θα παντρευτείς, φέτος κιόλας".

(πάει, το κλείσαμε κι αυτό)

"Λοιπόν, θα σε κρατήσω. Σε κατάλαβα εγώ από την πρώτη στιγμή, σε είδα από το ματάκι και γυρίζω στα παιδιά και τους λέω, αυτή παιδιά είναι καθηγήτρια πραγματική, έτσι δε σας είπα παιδιά;"

Καμία απάντηση. Τα παιδιά είχαν κρεμαστεί από την οθόνη του υπολογιστή.

"Λοιπόν, πες μου πότε αρχίζουμε", συνέχισε εκείνη απτόητη,"διάλεξε όποια μέρα θες, εκτός από Τετάρτη και Κυριακή που πηγαίνουμε εκκλησία, κι εσύ φαντάζομαι.."

(κι εγώ, απ' έξω) Γνέφω καταφατικά να κρύψω ένα γέλιο που είχε καθίσει από ώρα στο λαιμό. 
"Τρίτη πρωί, σας βολέυει;"

"Μια χαρά, να ξεμπερδεύουν και τα παιδιά νωρίς, να έχουν το απογευμα ελεύθερο, μιας και δεν έχουν αρχίσει ακόμα σχολείο".

"Ωραία, θα τα πούμε τότε λοιπόν", είπα  και σηκώθηκα να φύγω

"Πριν φύγεις να μου αφήσεις το τηλέφωνο του σπιτιού, να, γράψ'το εδώ, μη και δε σε βρίσκω στο κινητό, άσε που στο σταθερό έχουμε εκείνο το πρόγραμμα με τα δωρεάν αστικά κι έτσι δεν υπάρχει λόγος να χρεωνόμαστε, ούτε εγώ, ούτε κι εσύ, σωστά;"

"Σωστά", απάντησα κι έγραψα το τηλέφωνο μη μπορώντας να το αποφύγω. "Λοιπόν, χάρηκα, καλό βράδυ"

"Επίσης, κι όπως είπαμε, ε;"

(στημένο χαμόγελο, από εκείνα που αφήνουν αναλλοίωτο το σχήμα των ματιών) "Ναι. Γεια σας", είπα κι έκλεισα την πόρτα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Κατέβηκα τους ορόφους με τα πόδια, σχεδόν τρέχοντας, βγήκα έξω κι αφού περπάτησα δύο-τρία τετράγωνα, σίγουρη πως είχα απομακρυνθεί αρκετά, κοντοστάθηκα για   α ν ά σ ε ς.
  

2 Σεπτεμβρίου 2014

έξαλλη.

γυρίζεις στην πρωτεύουσα επιδεικνύοντας καμένους ώμους, με το μυαλό μουδιασμένο μετά από μέρες νεκρικής σιωπής, κλείνεις τα μάτια, μυρίζεις το κύμα που σκάει στα πόδια, το βιβλίο που κοιμάται πάνω στο πρόσωπο, τον αέρα που κατεβαίνει σαν ανάσα απ' το βουνό, το αλατισμένο χώμα, ανοίγεις τα μάτια, βλέπεις το βενζινά πλυμένο με ιδρώτα να εύχεται "καλό χειμώνα", βγάζεις το περίστροφο, σημαδεύεις στην καρδιά, πατάς σκανδάλη
και κάπως έτσι τερματίζει η σημερινή συνεισφορά σου στην ανθρωπότητα.

Το καλοκαίρι ΆΝΘΡΩΠΟΙ σταματά στις 21 Σεπτεμβρίου με τη φθινοπωρινή ισημερία, ΜΗ μας ξυπνάτε πιο πριν.

21 Αυγούστου 2014

Πολυτονικό Σύστημα

Μια ομάδα από απαστράπτοντα φωτόνια είχε ανακαλύψει το πέρασμα ανάμεσα στις γρίλιες και τώρα πανηγύριζαν χορεύοντας πάνω στις σημειώσεις του συγγραφέα Ασήμαντου.
Οι λέξεις, που χρόνια τώρα έμεναν αχρησιμοποίητες στο σκοτάδι πάνω σε κιτρινισμένα από το χρόνο φύλλα, ξαφνιασμένες από τη θέρμη του ηλιάτορα, άνοιξαν τα μάτια τους κάτω από το μαύρο ξεραμένο μελάνι και αποχαυνωμένες παρατηρούσαν την αίγλη της ημέρας. Με τη σειρά τους ανασκουμπώθηκαν τα σημεία στίξης' τα ερωτηματικά απόρησαν λίγο περισσότερο, τα θαυμαστικά άνοιξαν διάπλατα τα στόματά τους στην πορτοκαλί ατμόσφαιρα και τα κόμματα με τις άνω και κάτω τελείες χοροπηδούσαν εδώ κι εκεί σαν μπάλες καλαθοσφαίρισης. Οι τόνοι, οξείες, βαρείες και περισπωμένες, ίσιωσαν τις πλάτες τους και ατένισαν τη φωτεινή, διάφανη ταινία η οποία ξεδιπλωνόταν στις σκεπές των σπιτοσελίδων τους. Τελευταία σηκώθηκαν τα πνεύματα, οι ψιλές και οι δασείες, όταν έπεσαν από τις ράχες των γραμμάτων τα οποία είχαν από καιρό καβαλήσει. Νευριασμένα κατευθύνθηκαν προς το κέντρο του αδημοσίευτου μυθιστορήματος με σκοπό να ζητήσουν το λόγο για τον οποίο διακόπηκε η αέναη τεμπελιά τους, αλλά στο δρόμο

στο δρόμο αντίκρισαν οι μεν τα δε, το ομοίωμά τους στον καθρέπτη, το αρνητικό της μορφής τους, το υπόλοιπο μισό τους. Μουδιασμένα χάζεψαν τις αντιδιαμετρικές δομές τους, περίεργα σαν γείτονες σε κολλητά σπίτια που συναντιούνται πρώτη φορά μετά από χρόνια. Άπλωσαν τα χέρια τους να χορέψουν, σχημάτισαν φούσκες κι ανυψώθηκαν, διαπέρασαν τη στέγη, και χάθηκαν στην απεραντοσύνη του σύμπαντος. 

κάπως έτσι, ρομαντικά κι αβίαστα, καταργήθηκε στη φαντασία ενός κουμπιού το πολυτονικό σύστημα.  





Μπόμπος.

Με ξύπνησαν πρωί πρωί, ημέρα Κυριακή. Ο άντρας άρχισε να μου φορτώνει βαλίτσες, βαλιτσάκια, σακούλες, αντηλιακά και διάφορα άλλα πειστήρια επερχόμενων καλοκαιρινών διακοπών. Μετά κατέβηκε κι η γυναίκα χαρούμενη κι αεράτη με μια κάμερα παραμάσχαλα και μια σακούλα καφεΐνη. Με καβάλησαν κι οι δύο, απτόητοι που είχαν αυξήσει το βάρος που ήμουν υποχρεωμένος να κουβαλήσω κατακόρυφα. Αρχικά τους οδήγησα σε κάποια εθνική οδό, βγαίνοντας έξω από την άδεια Αθήνα. Αν και με λυπόντουσαν και δε με τρέχανε πολύ, λόγω του φορτίου μου και τις θερμοκρασίες ισημερινού, άρχισα να κουράζομαι. Οι πρώτες μας στάσεις ήταν μπροστά σε κάτι διόδια όπου ο οδηγός αντάλλασσε με μία υπάλληλο ένα απόκομμα με χρήματα κι έπειτα σηκωνόταν η μπάρα κι ενεργοποιούσε τον βζιιιν μηχανισμό μου. Οι στάσεις αυτές ήταν μάλλον ανεπιθύμητες και οι δύο επιβάτες μου τις χρέωναν σε κάποιο ελληνικό δημόσιο ενώ το στόλιζαν με βωμολοχίες που δε μου επιτρέπεται να μεταφέρω. Σε κάποια έξοδο στρίψαμε δεξιά και χάρηκα σκεπτόμενος ότι φθάνουμε, μα ούτε στους πιο απεχθείς εφιάλτες μου δεν είχα δει τους δρόμους που θα ακολουθούσαν. Αρχίσαμε να ανεβαίνουμε σε κάποιο βουνό, το οποίο ναι μεν ήταν δροσερό, αφού ήταν γεμάτο πρασινάδα και δέντρα που σχημάτιζαν φυσικά, σκιερά περάσματα, αλλά είχε δρόμους για δύο του είδους μου, ενώ με το ζόρι χωρούσα μόνος μου (και που δεν είμαι και κανένα τζιπ). Επιπλέον δεν υπήρχαν σχεδόν πουθενά προστατευτικές μπάρες, με αποτέλεσμα σε κάθε στροφή να κλείνω το μάτι στο γκρεμό.Ο δίσκος πλατό μου είχε αρχίσει να με ενοχλεί πλέον αισθητά και δυσκολευόμουν να συμμορφωθώ στις εντολές του εσώκλειστου οδηγού. Τι τα θες, τι τα γυρεύεις, κάποια στιγμή έδωσε ο Ήφαιστος και φτάσαμε. Ο τόπος διαμονής ήταν το ίδιο πράσινος με τη διαδρομή και κατέληγε σε θαλασσινό νερό χρώματος σμαραγδί. Οι θνητοί μετέφεραν όλα τους τα συμπράγκαλα σε ένα πλάτωμα και με παράτησαν εκεί σχεδόν και για τις επόμενες ώρες. Έστησαν ένα υφασμάτινο σπίτι δίπλα σε κάποια άλλα που υπήρχαν ήδη εκεί αν και τον περισσότερο χρόνο μέσα σε αυτό το επταήμερο τον πέρασαν τελικά πλατσουρίζοντας και διαβάζοντας βιβλία. Αποπειράθηκαν φυσικά να με ξαναμετακινήσουν αλλά μετά από έντονες, δικές μου διαμαρτυρίες, τους απασχόλησε επιτέλους η υγεία μου και με παράτησαν ήσυχο. Κάποιο βράδυ, μετά από ένα ρεσιτάλ εναλλασσόμενων μπουμπουνητών και αστραπών, έριξε τόση βροχή, όση δεν είχα δει όλη τη χρονιά στην πρωτεύουσα. Το βράδυ εκείνο φιλοξένησα τον άντρα που χρησιμοποίησε το εσωτερικό μου σαν οχυρό ενάντια στον κατακλυσμό και την υγρασία. Οι υπόλοιπες μέρες κύλησαν ομαλά για όλους. Όταν τελείωσε η εβδομάδα στη Γη της Επαγγελίας, με ξαναφόρτωσαν όπως πριν και πήραμε ανανεωμένοι το δρόμο του γυρισμού.

Πριν κάποιες μέρες έκανα μεταμόσχευση δίσκου πλατό, ο οργανισμός που αποδέχτηκε το μόσχευμα και χαίρω άκρας υγείας.
Γεια χαρά.

1 Αυγούστου 2014

δύο ή αλλιώς μία και σήμερα.

Σηκώνομαι, πίνω χάπι, βάζω καφέ ζεστό (ζεστό;), πηγαίνω στο σαλόνι μεγάλο δάχτυλο αριστερού ποδιού ανοίγει ανεμιστήρα, μεγάλο δάχτυλο δεξιού ποδιού ανοίγει υπολογιστή, ρουφάω ζεστό καφέ (ζεστό;), περνάει η ώρα, ξαπλώνω στον καναπέ, παίρνω δίπλα μου και τον ζεστό καφέ (ζεστό;), διαβάζω τρεις-πέντε-δέκα-είκοσι σελίδες, σηκώνομαι, στέκομαι μπροστά στο ημερολόγιο τοίχου, μετράω μέρες, πρέπει να μαγειρέψω, πηγαίνω κουζίνα, βάζω κι άλλο ζεστό καφέ (ζεστό;), βγαίνω στο μπαλκόνι, συναντώ γείτονες με εσώρουχα, καπνίζουν κι αφουγκράζονται ανάσες αέρα σαν σκυλιά που βγάζουν το κεφάλι τους έξω απ' το παράθυρο του αυτοκινήτου, ξαναμπαίνω μέσα, πηγαίνω στο ημερολόγιο, μετράω μέρες, το ίδιο αποτέλεσμα, ιδρώνω-ξεϊδρώνω, Αθήνα είσαι καμίνι και φούρνος και κόλαση και όλα μου φταίνε.

μία και σήμερα. 

7 Ιουλίου 2014

μπλουμ.

Ξυπνάω, σηκώνομαι, κάνω γκελ 4.532 πόντων σε όλα τα δοκάρια του σπιτιού, βρίσκω το δρόμο για την κουζίνα, κντουπ, ξεχασμένο ανοιχτό ντουλάπι, κλειστά μάτια, καφές, ανοιχτά μάτια, συνειδητοποίηση επί του καναπέος, πεντάλεπτο απραξίας, ετοιμάζω κολυμβητικό σακβουαγιάζ, πλαστική σακούλα με γυαλιά και σκουφάκι, πλαστική σακούλα με καθαρά ρούχα, πλαστική σακούλα με βιβλίο, κινητό εισιτήριο, φοράω μαγιό, τσεκάρω είδωλο σε καθρέπτη, απογοήτευση, ντύνομαι, χαιρετώ ζυγαριά εκ του μακρόθεν. 

Αυτοκίνητο, προσπαθώ να ανοίξω πόρτα συνοδηγού χαλασμένη από εποχής Παλαιών Πατρών Γερμανού, κάνει νόημα να περιμένω να μου ανοίξει, περιμένω, μου ανοίγει, πρωί σκέφτομαι, πολύ πρωί, ίσα με το πολύ αργά των φοιτητών, σοκάκια, παράδρομοι και τσουπ, κεντρικός δρόμος.
Οι λατρεμένοι πρωινοί δρόμοι της Αθήνας πηγμένοι, με άρωμα οκτανίων και τηγανιτής ασφάλτου, συνοδευόμενοι από κόρνες, αποσκορακισμούς και αναφορές στα απόκρυφα σημεία μητέρων. Ψάχνω σταθμό στο ράδιο με μουσική, χωρίς εκφωνητές να αναλύουν το μουντιάλ, το νέο στριγκάκι γι' άνδρες και το χωρισμό εκλεκτού διασημοζεύγαρου, δε βρίσκω, κλείνω ραδιόφωνο, με τα πολλά φτάνω.

Κολυμβητήριο, ανοιχτό, περιτριγυρισμένο από γουοναμπί δέντρα που αμολούν τα εναπομείναντα φύλλα στον τσιμεντένιο βυθό, ώρα κοινού - κοινό από δύο έως εκατόν δύο χρονών, ηλικιακή, αθλούμενη σαλάτα- βγάζω πλαστικοποιημένο καρτελάκι εισόδου κι οδεύω προς το ορθογώνιο παραθυράκι της γραμματείας. Μπροστά μου δίμετρος, ηλιοκαμένος υπερτούμπανος, μήκος πλάτης ένα τσικ παραπάνω από από κάποιο οικοδομικό τετράγωνο, πασάρει καρτελάκι σε γραμματέα Α και καλημερίζει γραμματέα Α και Β, ξεστράβωμα αμφότερες οι γραμματείς, πρόσκληση για καφέ στα ενδότερα, ευγενική άρνηση υπερτούμπανου, σειρά μου τώρα, άχρωμη δήλωση: "το κολυμβητήριο Πέμπτη και Παρασκευή θα είναι ανοιχτό έως τη μία για το κοινό", αυτά.

Εισέρχομαι στο ένα από τα δύο αποδυτήρια γυναικών, το λιγότερο κουλ, εκεί που δεν έχει πρίζες για πιστολάκι στον τοίχο, αυτό που προτιμούν οι λιγότερο μοντέλες. Ο στενός διάδρομος μετά την είσοδο οδηγεί στα ντους, πέντε στήλες ντους στη μία πλευρά του τοίχου κι άλλες πέντε στην άλλη, κάτω από τις στήλες τέσσερα ζευγάρια βυζιά με σαπουνάδες. Συνεχίζουμε στο δωμάτιο με τους ξύλινους πάγκους, σάκοι σκόρπιοι κι αραχτοί σε διάφορα σημεία, μυρωδιά μούχλας ανακατεμένης με χλώριο και υγρασία. Αφήνω καπέλο καβουράκι, αποκαλύπτω αχτένιστο τριχωτό κεφαλής, αφαιρώ φόρεμα, μένω με το μαγιό, σκουφάκι θαλασσί αρένα και γυαλάκια καρφουρ, υποχρεωτική στάση στα ντους, ξέπλυμα, βγάνω στην πισίνα, αφαιρώ πολυχρησιμοποιημενη σαγιονάρα και
ΜΠΛΟΥΜ.

2 Ιουλίου 2014

30°C


ζέστη, θερμοκρασία που λιώνει το σώμα - η ζυγαριά διαψεύδει, απ' το μπαλκόνι βλέπεις μπαλκόνι με σκύλο, η απέναντι μαμά φωνάζει το γιο της και σε περίοδο διακοπών, τα γυφτάκια αλωνίζουν ξυπόλητα τους δρόμους και η κυρία Αλτς Χάημερ τα αποσκορακίζει, {φύσα με λίγο στο πρόσωπο} , ο καναπές διαμαρτύρεται, ζεσταίνεται λέει με τα καθωσπρέπει κουβερλιά, ο ανεμιστήρας πιστός σύντροφος στέλνει ανάσες,  ανοίγω το κρύο νερό - βγαίνει βραστό, {που είναι τα τζιτζίκια;}, ο ιδρώτας θερμαινόμενο μαργαριτάρι σε πρόσωπο, σώμα, ρούχα, πάτωμα,  κάνεις δουλειές, μπαίνεις για ντους, πας για ψώνια, μπαίνεις για ντους, ήρθε Ιούλης, μένεις στο ντους.
{που είσαι θάλασσα;}

25 Ιουνίου 2014

Ησαΐα χόρευε.

Μία ώρα κι ένα τέταρτο, τελικός απολογισμός διαδρομής. Φτάσαμε σε εκείνο το χωριό, το ζωσμένο από τα δέντρα που το γουγλε μαπς αρνούνταν να εντοπίσει. Την εκκλησία τη βρήκαμε εύκολα μιας και βρισκόταν πάνω στο μοναδικό δρόμο στον οποίο χωρούσε να περάσει αυτοκίνητο, αν και θα μπορούσαμε κάλλιστα να είχαμε ακολουθήσει τις αντανακλάσεις του ήλιου στα στρας και τις πούλιες των γυναικών. Τεντώσαμε τα φρεσκοπλυμένα σώματά μας, σινιάραμε τις τσαλακωμένες και ιδρωμένες εικόνες μας και σταθήκαμε έξω από την είσοδο της εκκλησίας. Σμίξαμε με συγγενείς που τελευταία φορά τους είχαμε δει σε κάποια κηδεία κι ανταλλάξαμε επιφανειακά νέα, συναντήσαμε άλλους των οποίων την ύπαρξη αγνοούσαμε εντελώς. 

Ο γαμπρός είχε φτάσει πριν λίγα λεπτά κι είχε πάρει τη θέση του στη καγκελωτή πόρτα μαζί με τον κουμπάρο που τον παρακινούσε να εξαφανιστεί όσο ακόμα ήταν καιρός, ενώ οι υπόλοιποι του πετούσαμε κοπλιμέντα τα οποία, παραδόξως, ίσχυαν. Κάπου τότε ήταν που ακούστηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί. Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας με εκείνο το γουρλωμένο βλέμμα απορίας προσπαθώντας να καταλάβουμε τι έγινε όταν η γιαγιά πίσω μου μας εξήγησε γελώντας "έτσ' παντριβόμαστι ημεις ιδώ". Ακολούθησαν κι άλλες ριπές, περισσότερες αυτή τη φορά κι έπειτα μουσική, κλαρίνα, νταούλια που σιγά σιγά πλησίαζαν προς το μέρος μας. Από τη στροφή φάνηκε ένα μπουλούκι κόσμου, οι προπορευόμενοι χόρευαν στο ρυθμό που υπαγόρευαν οι μουσουργοί, πίσω τους μια νέα κοπέλα ντυμένη στα λευκά προχωρούσε πιασμένη αγκαζέ με το μικρό της αδερφό και πλήθος κόσμου ακολουθούσε την ιδιόμορφη λιτανεία χτυπώντας παλαμάκια. Πέντε -έξι μουσάτοι ύψωναν τα πιστόλια και βαρούσαν στον αέρα κι εμείς οι άμαθοι, σκύβαμε να καλυφθούμε από τα άσφαιρα πυρά. Όταν έφθασαν στο προαύλιο του ναού, παρέδωσαν τη νύφη με απανωτές πιστολιές και δάκρυα.

Τη σκυτάλη πήρε ο παππάς της ενορίας ο οποίος είχε φορέσει τα χρυσά του άμφια για την περίσταση. Οι σύλλογοι αθεϊστών, καπνιστών και λοιπών θρησκειών αποχώρησαν από το χώρο της τελετής και βγήκαν έξω να κουτσομπολέψουν τις ενδυματολογικές προτιμήσεις των γύρω τους. Οι υπόλοιποι συγκέντρωσαν στις χούφτες τους ρύζι που θα αρκούσε να ταΐσει ένα μικρό χωριό της Αφρικής και περίμεναν το χορό του Ησαΐα. Ένα πιτσιρίκι που καθόταν μπροστά στο τέμπλο, συνομιλούσε με το μανουάλι και προσποιούμενος ότι κοινωνούσε, κρατούσε τη μαβιά βελουτέ κορδέλα που ήταν στερεωμένη στο μεταλλικό λαιμό, κάτω από το δίσκο με τα κεριά στο σαγόνι του, ύστερα σκούπιζε ευλαβικά τις άκρες των χειλιών κι ευχαριστούσε τον ανύπαρκτο παπά. Στο "η δε γυνή να φοβήται τον άντρα", η νύφη ξενύχιασε το δύστυχο γαμπρό, έχοντας τη σιγουριά των πιστολέρο συγγενών, εκείνος δε αρκέστηκε σε ύφος υποταγής και δε σχολίασε την καλόβουλη καζούρα των φίλων του. Προς το τέλος, όλοι μπήκαν στην εκκλησία για τον πρώτο επίσημο χορό του ζεύγους το οποίο συνοδεύτηκε από ολιγόλεπτη βροχή ρυζιού καρολίνα.  

 Ακολούθησαν οι μπομπονιέρες που αποτελούνταν από μπουκαλάκια κρασί με την επωνυμία του πεθερού καθώς και κουφέτα με αμύγδαλο. Τα όργανα έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό και τα μπαμ μπουμ μετέτρεψαν την μικρή πλατεία σε πόλεμο του '40. Στο φιλί του ζευγαριού έσκασαν και μίνι πυροτεχνήματα τα οποία απελευθέρωσαν ερυθρόλευκες, γυαλιστερές καρδιές στον αέρα. Μετά από την υπερβολική δόση χριστιανισμού, πήραμε το δρόμο της επιστροφής.

Να τους ζήσουν.



2 Ιουνίου 2014

Καλλιθέα - Πετράλωνα

Δύο στάσεις.
Μπαίνω, βρίσκω θέση ανάμεσα στον γκριζαρισμένο κύριο και το σπασμένο τζάμι. Στη διπλανή τετράδα θέσεων κάθονται τρεις ηλικιωμένες κυρίες, οι δύο φίλες, η άλλη χαζεύει τη θέα των πολυκατοικιών. Ακούγεται ο ήχος κλεισίματος των θυρών, το τραίνο ξεκινά τον άρρυθμο τραμπαλισμό. 

Από το βάθος του βαγονιού ακούγεται ένα εξαντλημένο ακορντεόν που πασχίζει να παίξει τη μελωδία του θρυλικού νονού, ενώ ταυτόχρονα στηρίζει το βάρος του στους ώμους ενός νέου. Δίπλα του μία σκελετωμένη κυρία με ένα μωρό στην αγκαλιά προβάλει τη μαραζωμένη χούφτα της για βοήθεια στους επιβάτες. 

Η μελωδία πλησιάζει ως την άκρη των λοβών μας και η κοπέλα στέκεται δίπλα μας, δίπλα στην κάθε τετράδα απαρχαιωμένων καθισμάτων.
"Ήμουν εδώ το πρωί" , λέει η μία από τις  φίλες, "και πάλι μου ζήτησες λεφτά. Τι το ταλαιπωρείς το μωρό; δεν το σκέφτεσαι καθόλου, το μόνο που σε νοιάζει είναι να βγάλεις το μεροκάματο", ενώ ταυτόχρονα μαζεύει την τσάντα στο στήθος της και σφίγγει τα χείλη τόσο, που οι ρυτίδες δημιουργούν έναν παγωμένο καταρράκτη κάτω από τα ζυγωματικά της.
"Δωσ' μου εσύ λεφτά να το ταΐσω" , ανταπαντά σε σπαστά ελληνικά εκείνη.
"Να κάτσεις σπίτι σου, ν' αφήσεις τον άλλον να γυρνάει για το μεροκάματο", λέει η γηραιά κυρία, "ή μάλλον καλύτερα, να πας από 'κει που 'ρθες. Από εκεί που μας κουβαλήθηκες , εκεί να ξαναγυρίσεις".
"Και που ξέρεις αν μπορώ εγώ να γυρίσω πάλι πίσω;" αντιγυρίζει η νεαρή σχεδόν κλαίγοντας κι εξαφανίζεται στην επόμενη στάση.

Η τρίτη από τις κυρίες, με τα μαύρα αραιωμένα μαλλιά που τόση ώρα άκουγε χωρίς να αποστρέφει το βλέμμα της από το αστικό τοπίο, ξαφνικά τσιμπήθηκε και γυρίζοντας το κεφάλι της ανφάς, πήρε θέση:
"Γιατί το έκανες έτσι το κορίτσι; ναι, μπορεί να είναι άσχημο αυτό που κάνει στο μωρό, αλλά δεν έχεις το δικαίωμα να της πεις τι να κάνει και που να πάει"
"Φυσικά και έχω το δικαίωμα. Είμαι Ελληνίδα και τον πονάω τον τόπο μου που έχει βρωμίσει με όλους αυτούς που έρχονται και ζητιανεύουν και κλέβουν".
"Ξέρεις πόσα εκατομμύρια έλληνες είναι στο εξωτερικό; Δέκα εκατομμύρια, ΔΕΚΑ. Μία Ελλάδα ολόκληρη. Κι όσον αφορά τα εγκλήματα, δυο φορές κλέβουν οι ξένοι και τρεις οι Έλληνες, δεν είμαστε άγγελοι ούτε εμείς".
"Έχω πάει εγώ στο εξωτερικό, τι με πέρασες; Δεν ήταν έτσι κυρά μου όπως εδώ", απάντησε αναψοκοκκινισμένη, σχεδόν ουρλιάζοντας η άλλη, ενώ η φίλη της που τόση ώρα παρέμενε αμέτοχη, προσπαθούσε σιωπηλά να την καλμάρει. 
"Με μία εβδομάδα και δύο, κανείς δεν καταλαβαίνει το συστημα μιας χώρας", απαντά πάντα με σταθερή φωνή η μελαχρινή κυρία.

Οι θύρες άνοιξαν γι' ακόμη μια φορά, πετάχτηκα έξω την τελευταία στιγμή στην έξοδο του προορισμού μου.
Δύο στάσεις. 

 

22 Μαΐου 2014

Ετεροδημότες.

Πήρα την τεράστια βαλίτσα με τα βιολέ λουλούδια, εκείνη που θυμίζει οχτάχρονη πριγκίπισσα δημοτικού και χωρίς περιεχόμενο την κουβάλησα μέχρι τα κτελ. Το σαββατοκύριακο θα είχε τριπλό χαρακτήρα, να ασκήσω το εκλογικό μου δικαίωμα, να δω τους φίλους και την οικογένειά μου και φεύγοντας να κουβαλήσω ένα ποσοστό από τα παρατημένα στο πατρικό μπογαλάκια μου. Υπήρχε μια διάχυτη ανησυχία στο σταθμό, φωνές ήπιων ντεσιμπέλ γέμιζαν την ατμόσφαιρα και ποικιλόμορφα σακίδια στόλιζαν το φθαρμένο δάπεδο. Ανάμεσά τους άνθρωποι με καρτελάκια στο πέτο, αντιπρόσωποι κομμάτων χαμογελούσαν σε μια προσπάθεια να κρύψουν - ανεπιτυχώς - την ορθοστατική τους κούραση. 

Κατά τις επτά το απόγευμα το το τσούρμο των εξηνταπέντε συντοπιτών επιβιβάστηκε στο λεωφορείο. Τα κλιματιστικά μπήκαν μονομιάς σε λειτουργία - ναι, είχαμε και στο χωριό μας κλιματιστικό - και μέσα σε λίγα λεπτά η θερμοκρασία έπεσε σε βαθμούς που θα ζήλευε και πολική αρκούδα . Βόλεψα τα νεοαποκτηθέντα κιλά μου όπως όπως στο κάθισμα κι έβγαλα από την τσάντα το κιτρινισμένο βιβλίο μου με σκοπό να περάσω τις επόμενες 3 χαμένες από τη ζωή μου ώρες όσο πιο ανώδυνα γίνεται. Πριν καλά καλά φτάσω στη δεύτερη σελίδα, να σου η Στανίση να χαιρετά από τα ηχεία. Λογικό, σκέφτηκα, ο οδηγός είναι όλη μέρα στο δρόμο και θέλει μουσική, τώρα το τι επιλέγει.. γούστα είπε ο πίθηκος κι έφαγε το σαπούνι. Μπήκα σε διαδικασία απομόνωσης εξωτερικού ήχου, τεχνική καλά εξασκημένη από εποχές σχολείου: συγκεντρωνόμαστε σε εκείνο το μονότονο και συνεχόμενο ήχο που μας ενοχλεί και νοητά ελαττώνουμε την έντασή του μέχρι να εξαφανιστεί (δεν είναι ν' απορεί κανείς λοιπόν γιατί δεν έχω ιδέα από γεωγραφία και ιστορία). Αφού πάτησα διαγραφή σε όλους τους λαϊκούς τροβαδούρους που έκαναν παρέλαση πάνω απ' τα κεφάλια μας, αφοσιώθηκα και πάλι στη Ματαιοδοξία του Ντουλουόζ. Για τα επόμενα δύο λεπτά τουλάχιστον.

Την σκυτάλη πήραν κινητά όλων των εταιριών που ειδοποιούσαν όσο πιο δυνατά μπορούν τους κατόχους τους τραγουδώντας από Θώδη μέχρι Karma Police. Οι δε χειριστές τους απαντούσαν με άνεση οικείου χώρου και φωνή ντελάλη, σαν να ενδιέφερε και τους υπόλοιπους για το Νικολάκη που παρουσιάστηκε πρόσφατα κι έχει ήδη μαζέψει δέκα μέρες φυλακή γιατί ο λοχαγός του δεν τον πάει μία.

Κάπου εκεί έκλεισα τον Κέρουακ κι ακολουθώντας το παράδειγμα τον περισσοτέρων γύρω μου, έκανα σκορ ρεκόρ σε όλα τα εγκατεστημένα παιχνίδια του κινητού χαρίζοντας άφθονα πιου πιου και μπλικ μπλικ στο λεωφορειολαό, ελέγχοντας όμως τακτικά την ώρα μην τυχόν φτάσουμε και δεν το αντιληφθώ εγκαίρως, για να γιορτάσω το πέρας της αεργίας.

12 Μαΐου 2014

ὄναρ

Είμαι σε μια σφαίρα, βλέπω τα πάντα γύρω μου, ανθρώπους στην καθημερινότητά τους, στην ευτυχία και στην οργή τους, στα ψέματα και στις αλήθειες τους. Παίρνω τις βιαστικές τους κρίσεις, τις ζυγίζω μαζί με τα βαθύτερα αίτιά τους ενώ ταυτόχρονα υπολογίζω και ποσοστά λάθους για εκείνα που κρύβονται πίσω από τις αντανακλάσεις του φωτός στο διάφανο και λείο περίβλημά μου. Είμαι σ' εκείνη τη σφαίρα, αναθεωρώ γνώμες κι εκφράζω συγγνώμες για τα επιπόλαια συμπεράσματα που αποδεικνύονται αβάσιμα, προσπαθώ να καταλάβω τις πράξεις των άλλων

κι αίφνης

κάποιος μυρίζει την παρουσία μου, εντοπίζει τη διάφανη φούσκα μου, έρχεται κοντά μου, παρατηρεί την παραμορφωμενη λόγω της σφαιρικής επιφάνειας εικόνα μου και ξεσπά σε χάχανα, χάχανα που δυναμώνουν και γίνονται γέλια, σπαρακτικά γέλια, αντηχούν παντού, σε όλο το χωρό, σταματούν κι άλλοι να δουν, το ντόμινο του εξευτελισμού τίθεται σε λειτουργία, όλο και περισσότεροι με δείχνουν και κλαίνε με στόματα ανοιχτά, με σφραγίσματα σε κοινή θέα, κρατούν τις κοιλιές τους, γελούν με το διογκομένο μου πρόσωπο, με την αφηρημένη, υπερρεαλιστική μου εικόνα, σπάνε με αόρατες καρφίτσες τη στρογγυλεμένη μου ασπίδα κι εγώ δεν αλλάζω, παραμένω αλλόκοτη, κι αυτοί γελούν ακόμα πιο δυνατά, πιο δυνατά γι' αυτό που φαίνομαι χωρίς να με ανοίξουν να δουν αυτό που είμαι.


28 Φεβρουαρίου 2014

Άσπρο/Μαύρο.

Τις μέρες εκείνες που ξυπνάς οικειοθελώς γιατί το μυαλό χόρτασε όνειρα και το σώμα ακινησία, ο χρόνος αντεπιτίθεται με τρέξιμο, αλλάζει τη ροή του σε καταρράκτη κι αποδεικνύει περίτρανα ότι κάθε όμορφο ρουφιέται γρήγορα και μερικές φορές πληρώνεται με εκείνο που δεν περιμένεις, όμως αν το καλοσκεφτείς ίσως και το μαύρο να υπάρχει για να φαίνεται πιο φωτεινό το άσπρο γιατί αλλιώς θα γινόντουσαν τα πάντα μια συνήθεια, σαν κατακτήσεις που έπαψαν να εκτιμούνται και εγκολπώθηκαν στην καθημερινότητα, έτσι λοιπόν και οι βρώμικες κάλτσες αποτελούν το ισοζύγιο της τύχης του να ξυπνάς το πρωί και να αντικρίζεις δίπλα σου αυτόν που θες.

25 Φεβρουαρίου 2014

σκέψεις.

Είναι εκείνη η σκέψη, χωμένη καιρό τώρα
στο μυαλό μου, 
σαν στόχος άγρυπνος, αόρατος, άπιαστος
σκέψη, χρώμα που ανακατεύεται χρόνια σε παλέτα
για να αποκτήσει χροιά ιδιάζουσα,
με νόημα ή χωρίς, εκεί θρονιασμένη,
φυσάει - δε φεύγει,
κοιμάμαι και παίρνει μορφή.



24 Φεβρουαρίου 2014

Ποικιλομορφία.

Λίγα άτομα στο βαγόνι, επιλέγω την πιο απομακρυσμένη θέση, δίπλα στο ραγισμένο παράθυρο. Θέλω να είμαι άνετα, να βολέψω εμένα, το υπερφορτωμένο με βιβλία αγγλικών σακίδιό μου και να διαβάσω ανενόχλητη το βιβλίο μου - η διαδρομή στο εσωτερικό της πόλης άλλωστε ισοδυναμεί με μίνι ταξίδι, με το γύρο ενός μικρού αιγαιοπελαγίτικου νησιού. Παίρνω στα χέρια μου το "Περί ηρώων και τάφων" του Σάμπατο και βυθίζομαι στις ιστορικές και λογοτεχνικές περιγραφές αποκόπτοντας τη συνειδητή μου παρουσία από το χώρο που με περιβάλλει. 
Μέχρι το Μοσχάτο. 
Γέλια, φωνές και εύθυμα ουρλιαχτά με επαναφέρουν στην πραγματικότητα. Πριν προλάβω να ξυπνήσω, μια ομάδα περίπου δέκα νέων εισβάλουν στο βαγόνι. Το τραίνο αναχωρεί από το σταθμό και οι νέοι, σαν συντονισμένοι από άηχο πυρ αρχίζουν να τραγουδούν ένα τραγούδι ξενιτιάς, όλοι μαζί, σαν σε παράσταση. Άτομα διαφορετικών εθνικοτήτων και χρωμάτων, σχεδόν αγκαλιασμένοι, ενώνουν τις νότες των φωνητικών τους χορδών προσπαθώντας να περάσουν το μήνυμά τους μέσω της χαράς. Μετά το ελληνικό παραδοσιακό άσμα, τραγουδούν κι άλλο, σε άλλη γλώσσα τελείως διαφορετική από εκείνες που μας είναι οικείες, πάλι το ίδιο εύθυμα, το ίδιο δυνατά.
Ένα ξανθό παλικάρι αρχίζει να μοιράζει χαρτάκια που αποτελούν γραπτή ενημέρωση της συγκεκριμένης κίνησης. Αναφέρουν ότι μέσω του τραγουδιού θέλουν να υπερασπιστούν την πολυπολιτισμική ποικιλομορφία της κοινωνίας και να εναντιωθούν στη βαρβαρότητα και το φασισμό. Κοιτάζω τους δύο κύριους απέναντί μου. Ο ένας το διαβάζει το απόκομμα, το φυλάει στην τσέπη του και στο τέλος χειροκροτεί και επευφημεί την ομάδα. Ο δεύτερος, ο τύπος με το ριγέ κοστούμι, το δερμάτινο χαρτοφύλακα και τα ακινητοποιημένα από το ζελέ μαλλιά, το τσαλακώνει και το στριμώχνει στη μικροσκοπική τσεπούλα του σακακιού, ενώ συνεχίζει να ασχολείται με το τελευταίας τεχνολογίας κινητό του κατεβάζοντας αόρατες παρωπίδες.
Φτάνουμε στην επόμενη στάση και μόλις οι πόρτες ανοίγουν η ομάδα πετάγεται έξω με προορισμό ένα νέο βαγόνι. Μένουμε μόνοι, οι αρχικοί επιβάτες, με τη ματιά ελεύθερη να ανιχνεύσει οποιαδήποτε συναίσθημα στα πρόσωπα των υπολοίπων. Κάποιοι χαμογελούν μόνοι τους, άλλοι έχουν εκείνο το υγρό βλέμμα των πολύ γερασμένων ανθρώπων κι άλλοι συνεχίζουν ακάθεκτοι να αδιαφορούν σαν το συμβάν να μη τους αφορούσε περισσότερο από μία σεισμική δόνηση στο Μπουένος Άιρες. 
Κι έτσι είναι λογικό. Το γεγονός ότι ζούμε και υπάρχουμε στην ίδια κοινωνία δε σημαίνει πως ενώνει και τις πεποιθήσεις μας. Καθένας έχει τα βιώματά του, τις αξίες του και τα πιστεύω του. Με αυτά μεγάλωσε, με αυτά πορεύεται, κάνει τις επιλογές του και ζει.  Είναι εκείνοι που πιστεύουν στην ισότητα και οι άλλοι που πιστεύουν πιο πολύ στη Στικούδη. Απλά για εμένα οι δεύτεροι είναι κάπως, πως να το πω κομψά, λίγο ζώα. Κι αυτή είναι η ταπεινή μου γνώμη.



11 Φεβρουαρίου 2014

Αναρρωτική.

Κάθομαι σ' εκείνη την ασύμβατη με το χώρο καρέκλα, αγκαλιά με τη μαλακή κουβέρτα. Δε θα πάω στο "εργοστάσιο" σήμερα κι αν και άρρωστη, η απόφαση κρύβει μέσα της ψήγματα χαράς. Τυλίγω το γδαρμένο από τις λέξεις λαιμό μου, τον τυλίγω με φροντίδα σαν παιδί χτυπημένο και του δίνω ζεστά για να συνέλθει. Σκέφτομαι το σχολείο, την αγωνία της γρίπης προκειμένου ν' αποφύγω το τότε εργασιακό οχτάωρο, ένας σαραντάρης πυρετός ως έξοδος κινδύνου από την ανία. Τώρα θα πήγαινα σχολείο, τώρα θα το προτιμούσα. Θα ξεφορτωνόμουν τις αυτοματοποιημένες απαντήσεις μου κι αν δε μου άρεσαν αυτά που άκουγα, θα άφηνα το μυαλό μου να πετάξει. Μεγαλώνοντας όλοι αναθρέφουμε ένα Μερσώ μέσα μας, συνηθίζουμε, βολευόμαστε και ελαττώνουμε τις αντιδράσεις μας. Όχι εγώ όμως, όχι σήμερα. Σήμερα είμαι άρρωστη και θα μείνω σπίτι με το έτσι θέλω μου. Γιατί -νομίζω- ότι μπορώ.

24 Ιανουαρίου 2014

Χρώμα.


Πάνε δύο μήνες τώρα, δύο μήνες που προσπαθούμε να σουλουπώσουμε αυτό το παμπάλαιο, μικρό δυαράκι μας. Ντυθήκαμε μπογιατζήδες και βάψαμε με χρώμα το μαζί μας. Τσακωθήκαμε πάνω από σωρούς παλαιολιθικών εντύπων και κυλιστήκαμε στο πάτωμα δακρύζοντας απ' τα γέλια. Αφήσαμε μπαλώματα στους τοίχους και συνδυάσαμε τις 83 αποχρώσεις του καφέ σ' έναν μόνο χώρο.  Χτίσαμε συρταριέρες  ΙΚΕΑ σε λιγότερο από 44 ώρες. Είμαστε οι Σιμς και αναβαθμίζουμε τη ζωή μας, λέει εκείνος. Είμαστε εμείς και αναβαθμίζουμε το παρόν μας, λέω εγώ. Και συνεχίζουμε να κάνουμε σχέδια υπολογίζοντας ο ένας τις ανάγκες του άλλου, και οι δυο μαζί την τσέπη μας.


16 Ιανουαρίου 2014

Βίοι Παράλληλοι.


Στο δρόμο για το σπίτι την ημέρα εκείνη συνάντησα κλωστές πολύχρωμες αδερφή μου και θυμήθηκα την αλλοτινή ζωή μας, τότε που ήμασταν δεμένες με σπάγκους στα χρώματα του ουράνιου τόξου, για τους άλλους πλήρεις μες στην κοιλιά της πανδαισίας και για το μέσα μας φυλακισμένες.
Όταν εμφανίστηκαν οι ιππότες με τα σταράκια αδερφή μου, ξυπνήσαμε από τη θολότητα της ψευδαίσθησης, θυμάσαι; Τώρα στον υπόνομο κατευθυνόμαστε προς τη χώρα των θαυμάτων, σαν σύγχρονες Αλίκες, βουλώνουμε τα αυτιά μας, κλείνουμε τις μύτες μας και χαμογελάμε απροσποίητα στα κουνέλια που μας συντροφεύουν. Τα κλειδιά δε θα τα βρούμε όλα αλλά θα ζήσουμε με τις επιλογές μας.